- ἐλεεινή
- ἐλεεινόςfinding pityfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐλεεινῇ — ἐλεεινός finding pity fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλιότητα — η (Α ἀθλιότης, ότητος) [ἄθλιος] 1. δυστυχία, ταλαιπωρία 2. ελεεινή κατάσταση 3. ελεεινή πράξη … Dictionary of Greek
ελεεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο άξιος οίκτου, ο αξιολύπητος, ο θλιβερός: Ζει σε καλύβι, σ ελεεινή κατάσταση. 2. (για πρόσωπα), ο αξιοκατάκριτος, ο άξιος περιφρόνησης: Είναι ελεεινός χαρακτήρας. 3. (για πράγματα), που είναι κακής ποιότητας: Ελεεινή τροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
оканьно — (8) нар. Жалостно; достойно сожаления: како оканьно прѣльстию ѹвѧзоша равьно. (ἐλεεινῇ) КЕ XII, 137б; ти же прочее оканьно вѣрѹющаѧ имъ. поревають въ погибель. КР 1284, 397а; мѹжа храборьствомь изимавъ, женою ѡканьно побѣженѹ быти (ἀϑλίως) ГА… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ελεεινός — ή, ό (AM ἐλεεινός, ή, όν Α και ἐλεηνός και ἐλεινός, ή, όν) αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος») μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που αξίζει… … Dictionary of Greek
οικτρότητα — η (Α οἰκτρότης, ητος) [οικτρός] οικτρή, ελεεινή κατάσταση, αθλιότητα … Dictionary of Greek
παλιοκοινωνία — η 1. ελεεινή, διεφθαρμένη κοινωνία 2. έκφραση αγανάκτησης για την φαυλότητα τής κοινωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + κοινωνία] … Dictionary of Greek
σκατοδουλειά — η, Ν 1. δουλειά ελεεινή, πολύ κουραστική και κακοπληρωμένη, παλιοδουλειά 2. ύπουλη και επιλήψιμη ενέργεια, βρομοδουλειά, κατεργαριά («τήν έκανε πάλι τη σκατοδουλειά του») … Dictionary of Greek
απαραδειγμάτιστος — η, ο επίρρ. α ασύγκριτος, μοναδικός (κυρίως για κακό): Η διαγωγή του απέναντί σου είναι ελεεινή, απαραδειγμάτιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)